19 Μαρ 2007

Αναγνώσεις (Ι)


«Πρέπει να γυρίσουμε στο γραφείο», είπε τελικά η Ιρένε.
«Πρέπει».
Αλλά δε σάλεψαν. Η Ιρένε έκοψε μερικά χορταράκια και τα έφερε στο στόμα της, δαγκώνοντάς τα για να γευτεί το χυμό τους. Γύρισε να κοιτάξει το φίλο της κι εκείνος βούλιαξε στα σκοτεινά της μάτια. Δίχως να σκεφτεί, ο Φρανσίσκο την τράβηξε κοντά του κι αναζήτησε το στόμα της. Ήταν ένα φιλί αγνό, χλιαρό, απαλό, κι ωστόσο είχε το αποτέλεσμα μια υποχθόνιας δόνησης στις αισθήσεις τους. Ένιωσε καθένας την επιδερμίδα του άλλου τόσο συγκεκριμένη και κοντινή, όσο ποτέ άλλοτε, το σφίξιμο των χεριών τους, την οικειότητα μιας επαφής που λαχταρούσε από πάντα. Ένα ζεστό κύμα ξεχύθηκε στα κόκαλα, στις φλέβες, στην ψυχή τους, κάτι που δεν το είχαν γνωρίσει ποτέ ή το είχαν ξεχάσει ολότελα, αφού τίποτα δεν είναι τόσο εύθραυστο όσο η μνήμη της σάρκας. Τα πάντα εξαφανίστηκαν γύρω τους και δεν ένιωθαν παρά τα χείλη τους ενωμένα να παίρνουν και να δίνουν. Στην πραγματικότητα μόλις που ήταν φιλί, η υπόνοια μιας επαφής προσδοκώμενης και αναπόφευκτης, αλλά και οι δυο ήταν βέβαιοι πως αυτό θα ήταν το μοναδικό φιλί που θα μπορούσαν να θυμούνται ως το τέλος της ζωής τους, κι απ’ όλα τα χάδια το μόνο που θ’ άφηνε ανεξίτηλη σφραγίδα στις νοσταλγίες τους. Κατάλαβαν πως ακόμη κι ύστερα από χρόνια θα μπορούσαν ν’ αναπολούν με ακρίβεια το υγρό και θερμό άγγιγμα των χειλιών τους, το άρωμα από το νωπό γρασίδι και τη θυελλώδη έξαρση των ψυχών τους. Αυτό το φιλί κράτησε όσο ένας στεναγμός.

Ιζαμπέλ Αλιέντε, Του Ἐρωτα και της Σκιάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μετρώ τις μέρες, μετρώ τις ώρες...