16 Φεβ 2008

Αναγνώσεις ΙΙΙ

Θυμήθηκα κάποιο πρωί, που είχα πετύχει σ’ ένα πεύκο ένα κουκούλι πεταλούδας, τη στιγμή που έσκαζε το τσώφλι κι ετοιμάζουνταν η μέσα ψυχή να προβάλει. Περίμενα, περίμενα, αργούσε, κι εγώ βιαζόμουν∙ έσκυψα τότε πάνω της κι άρχισα να τη ζεσταίνω με την ανάσα μου. Τη ζέσταινα ανυπόμονα, και το θάμα άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου, με γοργό παρά φύση ρυθμό∙ το τσώφλι άνοιξε όλο, η πεταλούδα πρόβαλε. Μα ποτέ δε θα ξεχάσω τη φρίκη μου: τα φτερά της έμεναν σγουρά, αξεδίπλωτα, όλο της το κορμάκι έτρεμε και μάχουνταν να τα ξετυλίξει, μα δεν μπορούσε∙ μαχούμουν κι εγώ με την ανάσα μου να τη βοηθήσω. Του κάκου∙ είχε ανάγκη από υπομονετικό ωρίμασμα και ξετύλιγμα μέσα στον ήλιο, και τώρα πια ήταν αργά∙ η πνοή μου είχε ζορίσει την πεταλούδα να προβάλει πριν της ώρας, ζαρωμένη κι εφταμηνίτικη. Βγήκε αμέστωτη, κουνήθηκε απελπισμένη, και σε λίγο πέθανε στην απαλάμη μου.

Το πουπουλένιο κουφάρι αυτό της πεταλούδας θαρρώ πως είναι το μεγαλύτερο βάρος που έχω στη συνείδησή μου. Και να, σήμερα κατάλαβα βαθιά: είναι θανάσιμο αμάρτημα να βιάζεις τους αιώνιους νόμους∙ έχεις χρέος ν’ ακολουθάς τον αθάνατο ρυθμό μ’ εμπιστοσύνη.

N. Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά

Μετρώ τις μέρες, μετρώ τις ώρες...